παραιβάτις

παραιβάτις
παραβάτις
woman who follows the reapers
fem nom sg
παραιβάτις
one who stands beside
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραβάτης — ο, θηλ. παραβάτις, ΝΜΑ, παλαιός αττ. τ. παραιβάτης, θηλ. παραιβάτις, λυρ. τ. παρβάτης, Α [παραβαίνω] 1. πρόσωπο που παραβιάζει, που παραβαίνει, που δεν εκτελεί κάτι («είναι παραβάτης τού νόμου») 2. επίορκος απέναντι στον Θεό, αμαρτωλός, ασεβής 3 …   Dictionary of Greek

  • παραιβάτης — ὁ, θηλ. παραιβάτις, ιδος, Α (ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβάτης …   Dictionary of Greek

  • παραιβάτιν — παραβάτις woman who follows the reapers fem acc sg παραιβάτις one who stands beside fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”